υπερευπάθεια

υπερευπάθεια
η, Ν
(φυτοπαθ.) η υπερευαισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ευπάθεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερευαισθησία — η, Ν 1. υπερβολική ευαισθησία 2. υπερβολική ευθιξία 3. ιατρ. ανοσιακή αντίδραση στη δεύτερη επαφή με ένα αντιγόνο, η οποία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη απόκριση τών μηχανισμών τής χυμικής ή τής κυτταρικής ανοσίας 4. (φυτοπαθολ.) αυξημένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”